- αρείων
- ἀρείων (-ονος), -ον (Α)(χρησιμοποιείται ως συγκριτικός του αγαθόςπρβλ. άριστος)1. ικανότερος, ισχυρότερος, ανώτερος ως προς τη σωματική δύναμη, την καταγωγή ή τον πλούτο2. στη Μυκην. η λ. (aro2e και aro2a) προσδιορίζει ενδύματα και τροχούς αμαξών και σημαίνει «καλύτερης ποιότητας».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συγκριτικό βαθμό του αγαθόςστον Όμηρο και τον Ησύχιο χρησίμευε στον χαρακτηρισμό αλόγων, ενώ ο πληθυντ. αρείονες δήλωνε και ένα είδος σαλιγκαριών. Σε αντίθεση προς τη Μυκηναϊκή, όπου ο συγκριτικός aro2a (*αρίοα) σχηματίζεται από αρ- και το επίθημα του συγκριτικού βαθμού *-iyos -, στην Ελληνική αντί των κανονικών συγκριτικού, υπερθετικού *αρίων, *αίρων, άριστος έχουμε αρείων -άριστος. Ο τ. αρείων προέρχεται πιθ. από αρχικό τ. επιθέτου άρειον (χωρίς επίθημα συγκριτικού βαθμού) < άρειος «καλός, ισχυρός, ρωμαλαίος, σπουδαίος» (πρβλ. «Ζεῡς ἄρειος, τεῑχος ἄρειον» κ.λπ.) < άρος (πρβλ. συγκριτικό λωΐων < λώϊον < λώϊος)].
Dictionary of Greek. 2013.